παρθενικός υμένας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παρθενικός υμένας | οι | παρθενικοί υμένες |
| γενική | του | παρθενικού υμένα | των | παρθενικών υμένων |
| αιτιατική | τον | παρθενικό υμένα | τους | παρθενικούς υμένες |
| κλητική | παρθενικέ υμένα | παρθενικοί υμένες | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρθενικός υμένας < → δείτε τις λέξεις παρθενικός και υμένας• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /paɾ.θe.niˈkos iˈme.nas/
Ουσιαστικό
παρθενικός υμένας αρσενικό
- (ανατομία) λεπτή μεμβράνη βλεννογόνου ιστού που καλύπτει πλήρως ή εν μέρει το εξωτερικό άνοιγμα του γυναικείου κόλπου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.