μόχλευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μόχλευση | οι | μοχλεύσεις |
| γενική | της | μόχλευσης* | των | μοχλεύσεων |
| αιτιατική | τη | μόχλευση | τις | μοχλεύσεις |
| κλητική | μόχλευση | μοχλεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μοχλεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μόχλευση < (ελληνιστική κοινή) μόχλευσις < αρχαία ελληνική μοχλεύω < μοχλός
Ουσιαστικό
μόχλευση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα τού μοχλεύω
- (φυσική) μετακίνηση ή μετατόπιση ενός πράγματος με τη χρήση μοχλού
- Χρησιμοποιούν την αρχή της μόχλευσης για να σηκώνουν αντικείμενα που ειδάλλως δεν θα μπορούσαν να σηκώσουν.
- (μεταφορικά) επιρροή που μπορεί να ασκήσει κάποιος για να επιτύχει τους στόχους του σε πολιτικές, οικονομικές ή άλλου είδους διαπραγματεύσεις
- Καλό θα ήταν εμείς, ως κατά τεκμήριο «αδύναμο» έθνος, να αναγνωρίσουμε και να ενεργοποιήσουμε την όποια διαπραγματευτική μόχλευση διαθέτουμε, το συντομότερο. (Σ. Βολιώτης, «Η διαπραγματευτική μόχλευση». Εφημ. Η Καθημερινή (Αθήνα), 12 Οκτ. 2012)
- (οικονομία) χρήση δανειακών κεφαλαίων με προκαθορισμένο κόστος (τόκους) για να αυξηθεί η ικανότητα μιας επιχείρησης να επενδύσει και να έχει υψηλότερες αποδόσεις, αλλά συνήθως με υψηλό ρίσκο
- Ο «αστραφτερός» νέος τρόπος λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος περιλαμβάνει την υψηλή μόχλευση. (Ανώνυμος, «Η ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος». Εφημ. Η Καθημερινή (Αθήνα), 19 Οκτ. 2008)
- ≠ αντώνυμα: απομόχλευση
- (φυσική) μετακίνηση ή μετατόπιση ενός πράγματος με τη χρήση μοχλού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.