μοχλεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μοχλεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μοχλεύω < μοχλός
Προφορά
- ΔΦΑ : /moˈxle.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐χλεύ‐ω
Συγγενικά
- συνήθως στο σύνθετο αναμοχλεύω
- → δείτε τη λέξη μοχλός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μοχλεύω | μόχλευα | θα μοχλεύω | να μοχλεύω | μοχλεύοντας | |
| β' ενικ. | μοχλεύεις | μόχλευες | θα μοχλεύεις | να μοχλεύεις | μόχλευε | |
| γ' ενικ. | μοχλεύει | μόχλευε | θα μοχλεύει | να μοχλεύει | ||
| α' πληθ. | μοχλεύουμε | μοχλεύαμε | θα μοχλεύουμε | να μοχλεύουμε | ||
| β' πληθ. | μοχλεύετε | μοχλεύατε | θα μοχλεύετε | να μοχλεύετε | μοχλεύετε | |
| γ' πληθ. | μοχλεύουν(ε) | μόχλευαν μοχλεύαν(ε) |
θα μοχλεύουν(ε) | να μοχλεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μόχλευσα | θα μοχλεύσω | να μοχλεύσω | μοχλεύσει | ||
| β' ενικ. | μόχλευσες | θα μοχλεύσεις | να μοχλεύσεις | μόχλευσε | ||
| γ' ενικ. | μόχλευσε | θα μοχλεύσει | να μοχλεύσει | |||
| α' πληθ. | μοχλεύσαμε | θα μοχλεύσουμε | να μοχλεύσουμε | |||
| β' πληθ. | μοχλεύσατε | θα μοχλεύσετε | να μοχλεύσετε | μοχλεύστε | ||
| γ' πληθ. | μόχλευσαν μοχλεύσαν(ε) |
θα μοχλεύσουν(ε) | να μοχλεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μοχλεύσει | είχα μοχλεύσει | θα έχω μοχλεύσει | να έχω μοχλεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μοχλεύσει | είχες μοχλεύσει | θα έχεις μοχλεύσει | να έχεις μοχλεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μοχλεύσει | είχε μοχλεύσει | θα έχει μοχλεύσει | να έχει μοχλεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μοχλεύσει | είχαμε μοχλεύσει | θα έχουμε μοχλεύσει | να έχουμε μοχλεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μοχλεύσει | είχατε μοχλεύσει | θα έχετε μοχλεύσει | να έχετε μοχλεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μοχλεύσει | είχαν μοχλεύσει | θα έχουν μοχλεύσει | να έχουν μοχλεύσει |
| |
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- μοχλεύω < → λείπει η ετυμολογία
- ιωνικός τύπος : μοχλέω
Συγγενικά
Πηγές
- μοχλεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μοχλεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.