μόχλευσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μόχλευσῐς αἱ μοχλεύσεις
      γενική τῆς μοχλεύσεως τῶν μοχλεύσεων
      δοτική τῇ μοχλεύσει ταῖς μοχλεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μόχλευσῐν τὰς μοχλεύσεις
     κλητική ! μόχλευσῐ μοχλεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μοχλεύσει
γεν-δοτ τοῖν  μοχλευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μόχλευσις < αρχαία ελληνική μοχλεύω < μοχλός

μοχλός

Ουσιαστικό

μόχλευσις, -εως θηλυκό

  1. χρήση μοχλού για μετακίνηση κάποιου αντικειμένου
    τὴν δὲ μόχλευσιν πλάτος ἔχοντι μοχλῷ μοχλεύειν (Ἱπποκράτης, Περὶ ἄρθρων, 74)
  2. (μεταφορικά) (ελληνιστική σημασία) εξάλειψη, ξερίζωμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.