μόνιππο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μόνιππο τα μόνιππα
      γενική του μόνιππου των μόνιππων
    αιτιατική το μόνιππο τα μόνιππα
     κλητική μόνιππο μόνιππα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μόνιππο στην Αγγλία (1897)

Ετυμολογία

μόνιππο < μόν- + ίππ(ος) + -ο, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική à un cheval ή από την αγγλική one-horse. Διαφορετικη η αρχαία ελληνική μόνιππος (άλογο χωρίς ταίρι, άλογο ιππασίας).[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmo.ni.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μόνιππο

Ουσιαστικό

μόνιππο ουδέτερο

  • (μέσο μεταφορών) όχημα (άμαξα) που σέρνεται από ένα μόνο άλογο
      Τραμβάι και τραμβαγιέρηδες, ράθυμες βικτόριες, μόνιππα, κουδουνάτα μπιχλιμπιδάτα λαντό πηγαινοέρχονταν φουριόζικα αλέγκρα κουβαλώντας τους καλοζωισμένους άρχοντές της στην αποβάθρα (Βασίλης Ι. Τζανακάρης, Εάλω η Σμύρνη. Δακρυσμένη Μικρασία 1919-1922, εκδ. Μεταίχμιο, 2022 )

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.