λαντό

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λαντό < (λόγιο δάνειο) γαλλική landau[1]

Ουσιαστικό

λαντό ουδέτερο άκλιτο

  • κλειστή άμαξα
      Ένα λαντό, απ' τα περίφημα του Βάγγου, με τ' αστραφτερά του άλογα περίμενε. (Ζαχαρίας Παπαντωνίου Η αδερφή του νυμφίου [διήγημα])
      Τραμβάι και τραμβαγιέρηδες, ράθυμες βικτόριες, μόνιππα, κουδουνάτα μπιχλιμπιδάτα λαντό πηγαινοέρχονταν φουριόζικα αλέγκρα κουβαλώντας τους καλοζωισμένους άρχοντές της στην αποβάθρα (Βασίλης Ι. Τζανακάρης, Εάλω η Σμύρνη. Δακρυσμένη Μικρασία 1919-1922, εκδ. Μεταίχμιο, 2022 )

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.