τραμβάι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τραμβάι < αγγλική tramway

Ουσιαστικό

τραμβάι ουδέτερο

  • (παρωχημένο) το τραμ
      Τραμβάι και τραμβαγιέρηδες, ράθυμες βικτόριες, μόνιππα, κουδουνάτα μπιχλιμπιδάτα λαντό πηγαινοέρχονταν φουριόζικα αλέγκρα κουβαλώντας τους καλοζωισμένους άρχοντές της στην αποβάθρα
    Βασίλης Ι. Τζανακάρης, Εάλω η Σμύρνη. Δακρυσμένη Μικρασία, 1919-1922 (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2022, ISBN 978-618-03-2831-8)

  • τράμβαϋ
  • τραμβάυ

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.