πιστευτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πιστευτός | η | πιστευτή | το | πιστευτό |
| γενική | του | πιστευτού | της | πιστευτής | του | πιστευτού |
| αιτιατική | τον | πιστευτό | την | πιστευτή | το | πιστευτό |
| κλητική | πιστευτέ | πιστευτή | πιστευτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πιστευτοί | οι | πιστευτές | τα | πιστευτά |
| γενική | των | πιστευτών | των | πιστευτών | των | πιστευτών |
| αιτιατική | τους | πιστευτούς | τις | πιστευτές | τα | πιστευτά |
| κλητική | πιστευτοί | πιστευτές | πιστευτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πιστευτός < πίστη
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.steˈftos/
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.