μπριγιαντίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπριγιαντίνη οι μπριγιαντίνες
      γενική της μπριγιαντίνης
    αιτιατική την μπριγιαντίνη τις μπριγιαντίνες
     κλητική μπριγιαντίνη μπριγιαντίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπριγιαντίνη < (λόγιο δάνειο) γαλλική brillantine + [1] < brillant + < briller < ιταλική brillare < λατινική beryllus / berillus < ελληνιστική κοινή βήρυλλος (αντιδάνειο) < σανσκριτική वैडूर्य (vaiḍūrya)

Προφορά

ΔΦΑ : /bɾi.ʝanˈti.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπριγιαντίνη

Ουσιαστικό

μπριγιαντίνη θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.