μπριγιάντι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπριγιάντι τα μπριγιάντια
      γενική του μπριγιαντιού των μπριγιαντιών
    αιτιατική το μπριγιάντι τα μπριγιάντια
     κλητική μπριγιάντι μπριγιάντια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπριγιάντι < γαλλική brillant + < briller < ιταλική brillare < λατινική beryllus / berillus < ελληνιστική κοινή βήρυλλος (αντιδάνειο) < σανσκριτική वैडूर्य (vaiḍūrya)

Προφορά

ΔΦΑ : / briˈʝa.nti/ & /briˈʝan.di/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπριγιάντι

Ουσιαστικό

μπριγιάντι ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.