βήρυλλος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βήρυλλος < (ελληνιστική κοινή)
βήρυλλος

Ουσιαστικό

βήρυλλος θηλυκό

  • κρυσταλλικό ορυκτό που δίνει μερικά είδη πολύτιμων λίθων· από αυτό εξάγεται και το βηρύλλιο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.