στρώσιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στρώσιμο τα στρωσίματα
      γενική του στρωσίματος των στρωσιμάτων
    αιτιατική το στρώσιμο τα στρωσίματα
     κλητική στρώσιμο στρωσίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρώσιμο < στρώνω + -ιμο

Ουσιαστικό

στρώσιμο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.