μποϊκοτάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ρήμα
μποϊκοτάρω
- κάνω μποϊκοτάζ
- αντιδρώ, μη συμμετέχοντας σε μια διαδικασία ως άσκηση πίεσης
- αρνούμαι να αγοράσω ένα ή περισσότερα προϊόντα με σκοπό να αντιδράσω εναντίον μιας εταιρία ή μιας χώρας
- ασκώ πίεση μέσω οικονομικού πολέμου
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μποϊκοτάζ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.