μποϊκοτάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μποϊκοτάρισμα τα μποϊκοταρίσματα
      γενική του μποϊκοταρίσματος των μποϊκοταρισμάτων
    αιτιατική το μποϊκοτάρισμα τα μποϊκοταρίσματα
     κλητική μποϊκοτάρισμα μποϊκοταρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μποϊκοτάρισμα < μποϊκοτάρω + -ισμα

Ουσιαστικό

μποϊκοτάρισμα ουδέτερο

  • μποϋκοτάρισμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.