μποϋκοταρισμένος

Ελληνικά (el)

πτώση ενικός
ονομαστική μποϋκοταρισμένος μποϋκοταρισμένη μποϋκοταρισμένο
γενική μποϋκοταρισμένου μποϋκοταρισμένης μποϋκοταρισμένου
αιτιατική μποϋκοταρισμένο μποϋκοταρισμένη μποϋκοταρισμένο
κλητική μποϋκοταρισμένε μποϋκοταρισμένη μποϋκοταρισμένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική μποϋκοταρισμένοι μποϋκοταρισμένες μποϋκοταρισμένα
γενική μποϋκοταρισμένων μποϋκοταρισμένων μποϋκοταρισμένων
αιτιατική μποϋκοταρισμένους μποϋκοταρισμένες μποϋκοταρισμένα
κλητική μποϋκοταρισμένοι μποϋκοταρισμένες μποϋκοταρισμένα

Μετοχή

μποϋκοταρισμένος, -η, -ο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.