cupboard
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
cupboard
(en)
ντουλάπι
εξωτερικό, σε εσοχή τοίχου, αποθήκη κάτω από σκάλες κτλ.
ξύλινο έπιπλο με πόρτα για τη φύλαξη τροφίμων, ποτών, κουζινικών ή ρούχων:
ντουλάπι
,
ντουλάπα
,
μπουφές
,
βιτρίνα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.