σερβάντα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σερβάντα οι σερβάντες
      γενική της σερβάντας των σερβαντών
    αιτιατική τη σερβάντα τις σερβάντες
     κλητική σερβάντα σερβάντες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σερβάντα < (λόγιο δάνειο) γαλλική servante[1]

Ουσιαστικό

σερβάντα θηλυκό

  • άλλη μορφή του σερβάν
      Στην τραπεζαρία είναι και η σερβάντα, δηλαδή ο μπουφές. Μέσα εκεί είναι κρυμμένοι οι θησαυροί του Σολομώντα: μικρά κρυστάλλινα πιατάκια, ασημένια κουταλάκια, ποτήρια από σκαλιστό κρύσταλλο με ψηλό ποδαράκι και ασημένιοι δίσκοι. Το μέλι το θαλασσινό, Μαίρη Κόντζογλου, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2019 (1η έκδοση 2008) ()

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.