μπουφετζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπουφετζής | οι | μπουφετζήδες |
| γενική | του | μπουφετζή | των | μπουφετζήδων |
| αιτιατική | τον | μπουφετζή | τους | μπουφετζήδες |
| κλητική | μπουφετζή | μπουφετζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μπουφετζής αρσενικό
- (επάγγελμα) υπάλληλος ή το άτομο που φροντίζει το μπουφέ σε συνεστιάσεις
- ιδιοκτήτης ή υπάλληλος κυλικείου
- (ειδικότερα) υπάλληλος μπαρ, καφετέριας, αναψυκτηρίου κ.λπ. που εξειδικεύεται στην προετοιμασία ροφημάτων και διαφόρων μικρών πιάτων με εδέσματα, που παρασκευάζει φρέσκους χυμούς και σερβίρει γλυκίσματα ή παγωτά
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Πηγές
- μπουφετζής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.