σερβάν
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
σερβάν ουδέτερο άκλιτο
- το ξύλινο έπιπλο της τραπεζαρίας για τη φύλαξη των πιατικών, σερβίτσιων, ποτών
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.