αρκουδίζω

Νέα ελληνικά (el)

βρέφος που αρκουδίζει

Ετυμολογία

αρκουδίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

αρκουδίζω

  • περπατάω με τα τέσσερα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.