αβέβαια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αβέβαια < αβέβαιος

Επίρρημα

αβέβαια

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αβέβαια θηλυκό ή ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αβέβαιος
    εναλλακτικά: αβέβαιη
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (αβέβαιο) του αβέβαιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.