μπουσούλισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπουσούλισμα | τα | μπουσουλίσματα |
| γενική | του | μπουσουλίσματος | των | μπουσουλισμάτων |
| αιτιατική | το | μπουσούλισμα | τα | μπουσουλίσματα |
| κλητική | μπουσούλισμα | μπουσουλίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
μπουσούλισμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.