κατσουλίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατσουλίζω < γαττουλίζω[1]

Ρήμα

κατσουλίζω

Μεταφράσεις

  1. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών, λήμμα γαττουλίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.