μπουγάζι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουγάζι τα μπουγάζια
      γενική του μπουγαζιού των μπουγαζιών
    αιτιατική το μπουγάζι τα μπουγάζια
     κλητική μπουγάζι μπουγάζια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπουγάζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική boğaz με τροπή [o] > [u] + . Δείτε και μπογάζι.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /buˈɣa.zi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπουγάζι}

Ουσιαστικό

μπουγάζι ουδέτερο (λαϊκότροπο)

  1. (γεωγραφία) πορθμός
  2. (γεωγραφία) στενό (θαλάσσιο) πέρασμα
  3. στενό, δίαυλος, μπούκα
  4. (άνεμος) ρεύμα αέρα που φυσάει σ' ένα στενό πέρασμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.