μπουγάζι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπουγάζι | τα | μπουγάζια |
| γενική | του | μπουγαζιού | των | μπουγαζιών |
| αιτιατική | το | μπουγάζι | τα | μπουγάζια |
| κλητική | μπουγάζι | μπουγάζια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /buˈɣa.zi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπου‐γά‐ζι}
Ουσιαστικό
μπουγάζι ουδέτερο (λαϊκότροπο)
Αναφορές
- μπουγάζι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.