μελτέμι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μελτέμι | τα | μελτέμια |
| γενική | του | μελτεμιού | των | μελτεμιών |
| αιτιατική | το | μελτέμι | τα | μελτέμια |
| κλητική | μελτέμι | μελτέμια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μελτέμι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ملتم (meltem) (τουρκική meltem) + -ι
Προφορά
- ΔΦΑ : /melˈte.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μελ‐τέ‐μι
Ουσιαστικό
μελτέμι ουδέτερο
Ταυτόσημο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.