μπογάζι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπογάζι | τα | μπογάζια |
| γενική | του | μπογαζιού | των | μπογαζιών |
| αιτιατική | το | μπογάζι | τα | μπογάζια |
| κλητική | μπογάζι | μπογάζια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπογάζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική boğaz + -ι
Ουσιαστικό
μπογάζι ουδέτερο (λαϊκότροπο) (& μπουγάζι)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.