μπογάζι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπογάζι τα μπογάζια
      γενική του μπογαζιού των μπογαζιών
    αιτιατική το μπογάζι τα μπογάζια
     κλητική μπογάζι μπογάζια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπογάζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική boğaz +

Ουσιαστικό

μπογάζι ουδέτερο (λαϊκότροπο) (& μπουγάζι)

  1. πορθμός
  2. στενό (θαλάσσιο) πέρασμα
  3. στενό, δίαυλος, μπούκα
  4. (άνεμος) ρεύμα αέρα που φυσάει σ' ένα στενό πέρασμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.