στενό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στενό τα στενά
      γενική του στενού των στενών
    αιτιατική το στενό τα στενά
     κλητική στενό στενά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στενό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου στενός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /steˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στενό

Ουσιαστικό

στενό ουδέτερο

  1. o μικρός δρόμος σε μία πόλη ή χωριό
    το μαγαζί βρίσκεται στο δεύτερο στενό αριστερά
     και δείτε τη λέξη στενάκι
  2. (γεωγραφία) το χερσαίο ή θαλάσσιο πέρασμα ανάμεσα σε βουνά ή στεριά αντίστοιχα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

στενό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.