νερομπογιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νερομπογιά | οι | νερομπογιές |
| γενική | της | νερομπογιάς | των | νερομπογιών |
| αιτιατική | τη | νερομπογιά | τις | νερομπογιές |
| κλητική | νερομπογιά | νερομπογιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ζωγραφική με νερομπογιές
Ετυμολογία
- νερομπογιά < νερο- + μπογιά < τουρκικά boya < οθωμανικά τουρκικά بویا (boya) < παλαιά τουρκικά bodug < πρωτοτουρκική
Συνώνυμα
- υδατόχρωμα
- τέμπερα
Μεταφράσεις
νερομπογιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.