μπογιατζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπογιατζής οι μπογιατζήδες
      γενική του μπογιατζή των μπογιατζήδων
    αιτιατική τον μπογιατζή τους μπογιατζήδες
     κλητική μπογιατζή μπογιατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπογιατζής < μπογιά + -τζής, από (άμεσο δάνειο) τουρκική boyacı

Ουσιαστικό

μπογιατζής αρσενικό (θηλυκό μπογιατζού σκωπτικά)

  1. (επάγγελμα) βαφέας· επαγγελματίας ή εργάτης που ασχολείται με τη βαφή κτηρίων, o ελαιοχρωματιστής
  2. (χλευαστικά) αδέξιος ζωγράφος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.