μπογιατζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπογιατζής | οι | μπογιατζήδες |
| γενική | του | μπογιατζή | των | μπογιατζήδων |
| αιτιατική | τον | μπογιατζή | τους | μπογιατζήδες |
| κλητική | μπογιατζή | μπογιατζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπογιατζής < μπογιά + -τζής, από (άμεσο δάνειο) τουρκική boyacı
Ουσιαστικό
μπογιατζής αρσενικό (θηλυκό μπογιατζού σκωπτικά)
- (επάγγελμα) βαφέας· επαγγελματίας ή εργάτης που ασχολείται με τη βαφή κτηρίων, o ελαιοχρωματιστής
- (χλευαστικά) αδέξιος ζωγράφος
Συγγενικά
- μπογιά
- μπογιαντίζω / μπογιατίζω
- μπογιάντισμα / μπογιάτισμα
- μπογιατζίδικο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.