μπερές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπερές | οι | μπερέδες |
| γενική | του | μπερέ | των | μπερέδων |
| αιτιατική | τον | μπερέ | τους | μπερέδες |
| κλητική | μπερέ | μπερέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μπερές
Ετυμολογία
- μπερές < (άμεσο δάνειο) γαλλική béret + -ς < οξιτανικά ή παλαιά προβηγκιανά berret < υστερολατινική birrum (μανδύας με κουκούλα) < λατινική birrus < κελτικής προέλευσης [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /beˈɾes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπε‐ρές
Ουσιαστικό
μπερές αρσενικό
- (ενδυμασία) είδος μαλακού καπέλου, στρογγυλού σχήματος που φοριέται συνήθως λίγο στραβά και είναι αρκετά συνηθισμένο σε διάφορα εθνικά στρατεύματα -κατά κανόνα στο πεζικό
- ↪ Οι Πράσινοι Μπερέδες (τίτλος ταινίας του 1968)
- μπερέ άκλιτο
- → δείτε το ελληνιστικό βίρρος ή βύρρος (μανδύας με κουκούλα για τη βροχή)
-
μπερές στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.