μπερές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπερές οι μπερέδες
      γενική του μπερέ των μπερέδων
    αιτιατική τον μπερέ τους μπερέδες
     κλητική μπερέ μπερέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μπερές

Ετυμολογία

μπερές < (άμεσο δάνειο) γαλλική béret + < οξιτανικά ή παλαιά προβηγκιανά berret < υστερολατινική birrum (μανδύας με κουκούλα) < λατινική birrus < κελτικής προέλευσης [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /beˈɾes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπερές

Ουσιαστικό

μπερές αρσενικό

  1. (ενδυμασία) είδος μαλακού καπέλου, στρογγυλού σχήματος που φοριέται συνήθως λίγο στραβά και είναι αρκετά συνηθισμένο σε διάφορα εθνικά στρατεύματα -κατά κανόνα στο πεζικό
    Οι Πράσινοι Μπερέδες (τίτλος ταινίας του 1968)

Υποκοριστικά

Μεταφράσεις

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.