μπερεδάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπερεδάκι | τα | μπερεδάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | μπερεδάκι | τα | μπερεδάκια |
| κλητική | μπερεδάκι | μπερεδάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπερεδάκι < υποκοριστικό της λέξης μπερές
Ουσιαστικό
μπερεδάκι ουδέτερο
- μικρός μπερές, κάπως μικρότερος από τον στρατιωτικό και πιο μαλακός ή γυναικείος
Μεταφράσεις
μπερεδάκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.