balkon
Βοσνιακά
(bs)
Ουσιαστικό
balkon
(bs)
αρσενικό
το
μπαλκόνι
Κροατικά
(hr)
Ουσιαστικό
balkon
(hr)
αρσενικό
το
μπαλκόνι
Πολωνικά
(pl)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈbalkɔ̃n
/
ⓘ
Ουσιαστικό
balkon
(pl)
αρσενικό
το
μπαλκόνι
Συγγενικά
balkonik
balkonowy
Τουρκικά
(tr)
Ουσιαστικό
balkon
(tr)
το
μπαλκόνι
Τσεχικά
(cs)
Ουσιαστικό
balkon
(cs)
αρσενικό
το
μπαλκόνι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.