Ιουλιέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Ιουλιέτα
      γενική της Ιουλιέτας
    αιτιατική την Ιουλιέτα
     κλητική Ιουλιέτα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ιουλιέτα < αγγλική Juliet + < ιταλική Giulietta, υποκοριστικό του Giulia < λατινική Iulia, θηλυκό του Iulius < Iovis ή αρχαία ελληνική ἴουλος

Προφορά

ΔΦΑ : /i.u.liˈe.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ιουλιέττα

Κύριο όνομα

Ιουλιέτα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.