μπακάλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπακάλης | οι | μπακάληδες |
| γενική | του | μπακάλη | των | μπακάληδων |
| αιτιατική | τον | μπακάλη | τους | μπακάληδες |
| κλητική | μπακάλη | μπακάληδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπακάλης < (άμεσο δάνειο) τουρκική bakkal + -ης < αραβική بقّال (bakkāl)
Προφορά
- ΔΦΑ : /baˈka.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐κά‐λης
Ουσιαστικό
μπακάλης αρσενικό (θηλυκό μπακάλαινα και μπακάλισσα)
- (επάγγελμα) ο ιδιοκτήτης καταστήματος που πουλάει τρόφιμα και μικροπράγματα για το σπίτι
- ※ Μεγάλωσα σε μια γειτονιά όπου οι μπακάληδες, αφοί Λαγκούση στα Ταμπάχανα, ο Λώλος- παχουλός σαν καλοφουσκωμένο καρβέλι ψωμί- κι ο Μαρίνος- αδύνατος σα σκουράντζος-, γεροντοπαλίκαρα μέχρι το θάνατο τους (Αχαιών γεύσεις, Σοφία Π. Χριστοπούλου, Εκδόσεις Παλαιών Πατρών, 2006, σελ. 13 )
- (μεταφορικά, μειωτικό) που κάνει πρόχειρους υπολογισμούς, που δουλεύει πρόχειρα και εμπειρικά
Συνώνυμα
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.