μπακάλικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπακάλικο τα μπακάλικα
      γενική του μπακάλικου των μπακάλικων
    αιτιατική το μπακάλικο τα μπακάλικα
     κλητική μπακάλικο μπακάλικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπακάλικο < μπακάλης +‎ -ικο

Ουσιαστικό

μπακάλικο ουδέτερο

  1. φρουτοπωλείο, το κατάστημα του μπακάλη
  2. (παρωχημένο) το παντοπωλείο (πλέον μπακάλικο σημαίνει συνήθως φρουτοπωλείο)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.