μπακάλικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπακάλικο | τα | μπακάλικα |
| γενική | του | μπακάλικου | των | μπακάλικων |
| αιτιατική | το | μπακάλικο | τα | μπακάλικα |
| κλητική | μπακάλικο | μπακάλικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μπακάλικο ουδέτερο
- φρουτοπωλείο, το κατάστημα του μπακάλη
- (παρωχημένο) το παντοπωλείο (πλέον μπακάλικο σημαίνει συνήθως φρουτοπωλείο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.