μπακάλαινα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπακάλαινα οι μπακάλαινες
      γενική της μπακάλαινας
    αιτιατική την μπακάλαινα τις μπακάλαινες
     κλητική μπακάλαινα μπακάλαινες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπακάλαινα < μπακάλ(ης) + -αινα

Ουσιαστικό

μπακάλαινα θηλυκό

  1. η γυναίκα του μπακάλη
  2. (επάγγελμα) η μπακάλισσα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    χρειάζεται παράθεμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.