μπακαλίστικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μπακαλίστικος | η | μπακαλίστικη | το | μπακαλίστικο |
| γενική | του | μπακαλίστικου | της | μπακαλίστικης | του | μπακαλίστικου |
| αιτιατική | τον | μπακαλίστικο | την | μπακαλίστικη | το | μπακαλίστικο |
| κλητική | μπακαλίστικε | μπακαλίστικη | μπακαλίστικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μπακαλίστικοι | οι | μπακαλίστικες | τα | μπακαλίστικα |
| γενική | των | μπακαλίστικων | των | μπακαλίστικων | των | μπακαλίστικων |
| αιτιατική | τους | μπακαλίστικους | τις | μπακαλίστικες | τα | μπακαλίστικα |
| κλητική | μπακαλίστικοι | μπακαλίστικες | μπακαλίστικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μπακαλίστικος < μπακάλης
Προφορά
Επίθετο
μπακαλίστικος, -η, -ο
- που σχετίζεται με το μπακάλικο ή τον μπακάλη
- (μεταφορικά) που γίνεται με προχειρότητα και με βάση την εμπειρία
- μπακαλίστικος λογαριασμός
- (μεταφορικά, μειωτικό) που χαρακτηρίζεται από μικροψυχία και υπολογιστικό τρόπο σκέψης
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μπακαλίστικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.