μπακαλίστικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπακαλίστικος η μπακαλίστικη το μπακαλίστικο
      γενική του μπακαλίστικου της μπακαλίστικης του μπακαλίστικου
    αιτιατική τον μπακαλίστικο την μπακαλίστικη το μπακαλίστικο
     κλητική μπακαλίστικε μπακαλίστικη μπακαλίστικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπακαλίστικοι οι μπακαλίστικες τα μπακαλίστικα
      γενική των μπακαλίστικων των μπακαλίστικων των μπακαλίστικων
    αιτιατική τους μπακαλίστικους τις μπακαλίστικες τα μπακαλίστικα
     κλητική μπακαλίστικοι μπακαλίστικες μπακαλίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μπακαλίστικος < μπακάλης

Προφορά

ΔΦΑ : /ba.kaˈli.sti.kos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ba.kaˈli.sti.ci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ba.kaˈli.sti.ko/ ουδέτερο

Επίθετο

μπακαλίστικος, -η, -ο

  1. που σχετίζεται με το μπακάλικο ή τον μπακάλη
  2. (μεταφορικά) που γίνεται με προχειρότητα και με βάση την εμπειρία
    μπακαλίστικος λογαριασμός
  3. (μεταφορικά, μειωτικό) που χαρακτηρίζεται από μικροψυχία και υπολογιστικό τρόπο σκέψης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.