βάκτρον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βάκτρον τὰ βάκτρ
      γενική τοῦ βάκτρου τῶν βάκτρων
      δοτική τῷ βάκτρ τοῖς βάκτροις
    αιτιατική τὸ βάκτρον τὰ βάκτρ
     κλητική ! βάκτρον βάκτρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βάκτρω
γεν-δοτ τοῖν  βάκτροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βάκτρον < αρχαία ελληνικά βάκ(ω) (βαρύνω, καταβάλλομαι) [< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bak (μπαστούνι)] + -τρον·[1] πρβ. λατινική γλώσσα baculum.

Ουσιαστικό

βάκτρον ουδέτερο

Αναφορές

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.