μπαγκετομηχανή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπαγκετομηχανή | οι | μπαγκετομηχανές |
| γενική | της | μπαγκετομηχανής | των | μπαγκετομηχανών |
| αιτιατική | την | μπαγκετομηχανή | τις | μπαγκετομηχανές |
| κλητική | μπαγκετομηχανή | μπαγκετομηχανές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπαγκετομηχανή < μπαγκέτ(α) + -ο- + -μηχανή
Ουσιαστικό
μπαγκετομηχανή θηλυκό
- μηχανή αρτοποιίας που παρασκευάζει μπαγκέτες ή φραντζόλες σε διάφορα μεγέθη
Μεταφράσεις
μπαγκετομηχανή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.