μπαγκετομηχανή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπαγκετομηχανή οι μπαγκετομηχανές
      γενική της μπαγκετομηχανής των μπαγκετομηχανών
    αιτιατική την μπαγκετομηχανή τις μπαγκετομηχανές
     κλητική μπαγκετομηχανή μπαγκετομηχανές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπαγκετομηχανή < μπαγκέτ(α) + -ο- + -μηχανή

Ουσιαστικό

μπαγκετομηχανή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.