σάντουιτς
Νέα ελληνικά (el)

διάφορα σάντουιτς
Ετυμολογία
- σάντουιτς < αγγλική sandwich (από τον Άγγλο κόμητα του Sandwich, John Montagu)
Ουσιαστικό
σάντουιτς ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία) γενική ονομασία για κάθε είδους πρόχειρο φαγητό που είναι φτιαγμένο είτε από δύο φέτες ψωμιού είτε από ένα κομμάτι από ψωμί ή ολόκληρο ψωμάκι ανοιγμένο στη μέση και περιέχει διάφορα συστατικά όπως αλλαντικά, κρέατα, λαχανικά κλπ
- (μεταφορικά) κάτι που περιέχεται, και συνήθως έχει συμπιεστεί, ανάμεσα σε δύο ίδια αντικείμενα
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.