μπέσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η μπέσα
      γενική της μπέσας
    αιτιατική την μπέσα
     κλητική μπέσα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπέσα < (άμεσο δάνειο) αλβανική besa (αόριστη μορφή του besë) < πρωτοαλβανική *baitši < *baidā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰeydʰ-

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈbe.sa/

Ουσιαστικό

μπέσα θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. λόγος τιμής που δίνεται αμοιβαία ως επιβεβαίωση φιλίας, συνεργασίας ή αλληλοβοήθειας
    έδωσαν μπέσα, δηλ. έδωσαν το λόγο τους για αμοιβαία εμπιστοσύνη ή φιλία
    μπέσα για μπέσα, δηλ. «σύμφωνοι»
    Από πιτσιρίκα σε λέγανε μπαμπέσα, κι έλαχε σε σένα να δώκω λίγη μπέσα (από λαϊκό τραγούδι)
  2. (κατ’ επέκταση) εμπιστοσύνη, αξιοπιστία
    δεν έχει μπέσα (για άτομο αναξιόπιστο)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.