αξιοπιστία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αξιοπιστία οι αξιοπιστίες
      γενική της αξιοπιστίας των αξιοπιστιών
    αιτιατική την αξιοπιστία τις αξιοπιστίες
     κλητική αξιοπιστία αξιοπιστίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αξιοπιστία < (ελληνιστική κοινή) ἀξιοπιστία < αρχαία ελληνική ἀξιόπιστος

Ουσιαστικό

αξιοπιστία θηλυκό

  1. η ιδιότητα του αξιόπιστου· το να μπορείς να εμπιστευτείς τα λόγια κάποιου
  2. η πιθανότητα μιας συσκευής ή ενός συστήματος να εκτελεί την αποστολή του επαρκώς για τη σχεδιαζόμενη χρονική περίοδο και τις επικρατούσες λειτουργικές συνθήκες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.