μπεσαλής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπεσαλής οι μπεσαλήδες
      γενική του μπεσαλή των μπεσαλήδων
    αιτιατική τον μπεσαλή τους μπεσαλήδες
     κλητική μπεσαλή μπεσαλήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπεσαλής < μπέσα + -αλής < αλβανική besa (αόριστη μορφή του besë) < πρωτοαλβανική *baitši < *baidā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰeydʰ-

Ουσιαστικό

μπεσαλής αρσενικό (μπεσαλού θηλυκό)

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.