μπεσαλού

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπεσαλού οι μπεσαλούδες
      γενική της μπεσαλούς των μπεσαλούδων
    αιτιατική την μπεσαλού τις μπεσαλούδες
     κλητική μπεσαλού μπεσαλούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπεσαλού < μπεσαλ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού

Προφορά

ΔΦΑ : /be.saˈlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπεσαλού

Ουσιαστικό

μπεσαλού θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μπεσαλής

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.