σκούτερ
Νέα ελληνικά (el)

σκούτερ (1)
Ετυμολογία
- σκούτερ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σκούτερ ουδέτερο άκλιτο
- δίκυκλο μηχανοκίνητο όχημα που έχει, αντί για μπροστινούς μασπιέδες, έναν ιδιαίτερο χώρο για τα πόδια του οδηγού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.