μηχανάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μηχανάκι | τα | μηχανάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | μηχανάκι | τα | μηχανάκια |
| κλητική | μηχανάκι | μηχανάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μηχανάκι < μηχανή + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
μηχανάκι ουδέτερο
- μοτοποδήλατο
- μικρός υπολογιστής τσέπης που μπορεί να εκτελεί αριθμητικές πράξεις
- (παρωχημένο) το φλιπεράκι
Μεταφράσεις
μηχανάκι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.