μονόλεπτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονόλεπτος η μονόλεπτη το μονόλεπτο
      γενική του μονόλεπτου της μονόλεπτης του μονόλεπτου
    αιτιατική τον μονόλεπτο τη μονόλεπτη το μονόλεπτο
     κλητική μονόλεπτε μονόλεπτη μονόλεπτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονόλεπτοι οι μονόλεπτες τα μονόλεπτα
      γενική των μονόλεπτων των μονόλεπτων των μονόλεπτων
    αιτιατική τους μονόλεπτους τις μονόλεπτες τα μονόλεπτα
     κλητική μονόλεπτοι μονόλεπτες μονόλεπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μονόλεπτος < μονό- + λεπτ(ό) + -ος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /moˈno.le.ptos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μονόλεπτος

Επίθετο

μονόλεπτος, -η, -ο

  1. που έχει χρονική διάρκεια ενός λεπτού
  2. (οικονομία) που έχει χρηματική αξία ενός λεπτού

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.