μονόλεπτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονόλεπτος | η | μονόλεπτη | το | μονόλεπτο |
| γενική | του | μονόλεπτου | της | μονόλεπτης | του | μονόλεπτου |
| αιτιατική | τον | μονόλεπτο | τη | μονόλεπτη | το | μονόλεπτο |
| κλητική | μονόλεπτε | μονόλεπτη | μονόλεπτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονόλεπτοι | οι | μονόλεπτες | τα | μονόλεπτα |
| γενική | των | μονόλεπτων | των | μονόλεπτων | των | μονόλεπτων |
| αιτιατική | τους | μονόλεπτους | τις | μονόλεπτες | τα | μονόλεπτα |
| κλητική | μονόλεπτοι | μονόλεπτες | μονόλεπτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /moˈno.le.ptos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νό‐λε‐πτος
Επίθετο
μονόλεπτος, -η, -ο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μονόλεπτος
|
|
Αναφορές
- μονόλεπτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.