μονόλεφτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονόλεφτος η μονόλεφτη το μονόλεφτο
      γενική του μονόλεφτου της μονόλεφτης του μονόλεφτου
    αιτιατική τον μονόλεφτο τη μονόλεφτη το μονόλεφτο
     κλητική μονόλεφτε μονόλεφτη μονόλεφτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονόλεφτοι οι μονόλεφτες τα μονόλεφτα
      γενική των μονόλεφτων των μονόλεφτων των μονόλεφτων
    αιτιατική τους μονόλεφτους τις μονόλεφτες τα μονόλεφτα
     κλητική μονόλεφτοι μονόλεφτες μονόλεφτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μονόλεφτος < μονόλεπτος

Προφορά

ΔΦΑ : /moˈno.le.ftos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μονόλεφτος

Επίθετο

μονόλεφτος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.