μονόλεφτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονόλεφτος | η | μονόλεφτη | το | μονόλεφτο |
| γενική | του | μονόλεφτου | της | μονόλεφτης | του | μονόλεφτου |
| αιτιατική | τον | μονόλεφτο | τη | μονόλεφτη | το | μονόλεφτο |
| κλητική | μονόλεφτε | μονόλεφτη | μονόλεφτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονόλεφτοι | οι | μονόλεφτες | τα | μονόλεφτα |
| γενική | των | μονόλεφτων | των | μονόλεφτων | των | μονόλεφτων |
| αιτιατική | τους | μονόλεφτους | τις | μονόλεφτες | τα | μονόλεφτα |
| κλητική | μονόλεφτοι | μονόλεφτες | μονόλεφτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μονόλεφτος < μονόλεπτος
Προφορά
- ΔΦΑ : /moˈno.le.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νό‐λε‐φτος
Μεταφράσεις
μονόλεφτος
|
→ δείτε τη λέξη μονόλεπτος |
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.