μονοπρόσωπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονοπρόσωπος | η | μονοπρόσωπη | το | μονοπρόσωπο |
| γενική | του | μονοπρόσωπου | της | μονοπρόσωπης | του | μονοπρόσωπου |
| αιτιατική | τον | μονοπρόσωπο | τη | μονοπρόσωπη | το | μονοπρόσωπο |
| κλητική | μονοπρόσωπε | μονοπρόσωπη | μονοπρόσωπο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονοπρόσωποι | οι | μονοπρόσωπες | τα | μονοπρόσωπα |
| γενική | των | μονοπρόσωπων | των | μονοπρόσωπων | των | μονοπρόσωπων |
| αιτιατική | τους | μονοπρόσωπους | τις | μονοπρόσωπες | τα | μονοπρόσωπα |
| κλητική | μονοπρόσωποι | μονοπρόσωπες | μονοπρόσωπα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μονοπρόσωπος < ελληνιστική κοινή μονοπρόσωπος
Προφορά
- ΔΦΑ : /mo.noˈpɾo.so.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νο‐πρό‐σω‐πος
Επίθετο
μονοπρόσωπος, -η, -ο
- που αποτελείται από ή σχετίζεται με ένα πρόσωπο
- ※ Ωφελούμενα δύναται να είναι νοικοκυριά, μονοπρόσωπα ή πολυπρόσωπα, ενώ συμπεριλαμβάνονται και τα φιλοξενούμενα άτομα, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις φορολογίας του 2016, τα οποία δεν έχουν ίδιο δικαίωμα στην καταβολή κοινωνικού μερίσματος και προσμετρούνται υποχρεωτικά στη φιλοξενούσα οικογένεια. (Ρούλα Σαλούρου, Ποιοι δικαιούνται κοινωνικό μέρισμα και τι ποσό θα λάβουν, Η Καθημερινή, 25 Νοεμβρίου 2017)
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
μονοπρόσωπος
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | μονοπρόσωπος | τὸ | μονοπρόσωπον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | μονοπροσώπου | τοῦ | μονοπροσώπου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | μονοπροσώπῳ | τῷ | μονοπροσώπῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | μονοπρόσωπον | τὸ | μονοπρόσωπον | ||
| κλητική ὦ! | μονοπρόσωπε | μονοπρόσωπον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | μονοπρόσωποι | τὰ | μονοπρόσωπᾰ | ||
| γενική | τῶν | μονοπροσώπων | τῶν | μονοπροσώπων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | μονοπροσώποις | τοῖς | μονοπροσώποις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | μονοπροσώπους | τὰ | μονοπρόσωπᾰ | ||
| κλητική ὦ! | μονοπρόσωποι | μονοπρόσωπᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μονοπροσώπω | τὼ | μονοπροσώπω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μονοπροσώποιν | τοῖν | μονοπροσώποιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μονοπρόσωπος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μονο- + πρόσωπος
Πηγές
- μονοπρόσωπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.