μονογονία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μονογονία | οι | μονογονίες |
| γενική | της | μονογονίας | των | μονογονιών |
| αιτιατική | τη | μονογονία | τις | μονογονίες |
| κλητική | μονογονία | μονογονίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μονογονία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική monogony < αρχαία ελληνική μόνος + γίγνομαι
Ουσιαστικό
μονογονία θηλυκό
Πηγές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.